αγιογιαννίτικος

αγιογιαννίτικος
και αϊγιαννίτικος, -η, -ο [Αγιογιαννίτης και Αϊγιαννίτης]
(για φρούτα ή καρπούς) αυτός που ωριμάζει μέχρι τη γιορτή τού αγίου Ιωάννη (24 Ιουνίου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”